Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιδαίομαι2
ἐπιδαίσιος
ἐπίδαιτρον
ἐπιδάκνω
ἐπιδακνώδης
ἐπίδακρυς
ἐπιδάκρυσις
ἐπιδακρύω
ἐπιδαμιασταί
ἐπιδαμιοργέω
ἐπιδαμιοργός
ἐπιδάμναμαι
Ἐπιδάμνιος
Ἐπίδαμνος
ἐπιδανείζω
ἐπιδαπανάω
ἐπιδαπανητής
ἐπιδαπαντέον
ἐπιδαπαντιάω
ἐπιδαπαντικός
ἐπιδασμός
View word page
ἐπιδαμιοργός
official

ShortDef

official

Debugging

Headword:
ἐπιδαμιοργός
Headword (normalized):
ἐπιδαμιοργός
Headword (normalized/stripped):
επιδαμιοργος
IDX:
33060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33061
Key:

Data

{'content': 'official'}