Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκτινος
ἀκτινοφόρος
ἀκτινοχαῖτις
ἀκτινώδης
ἀκτινωτός
Ἄκτιον
ἄκτιος
ἀκτίς
ἄκτιστον
ἀκτίτης
ἄκτιτος
Ἀκτορίδης
Ἀκτορίς
Ἀκτορίων
ἄκτυπος
ἄκτωρ
Ἄκτωρ
ἀκτωρέω
ἀκυβέρνητος
ἀκύβευτος
ἀκυητήριον
View word page
ἄκτιτος
untilled
ShortDef
untilled
Debugging
Headword:
ἄκτιτος
Headword (normalized):
ἄκτιτος
Headword (normalized/stripped):
ακτιτος
IDX:
3299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3300
Key:
Data
{'content': 'untilled'}