Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελίη
ἀγγελίης
ἀγγελικός
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
View word page
ἀγγειώδης
like a vessel, hollow

ShortDef

like a vessel, hollow

Debugging

Headword:
ἀγγειώδης
Headword (normalized):
ἀγγειώδης
Headword (normalized/stripped):
αγγειωδης
IDX:
329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-330
Key:

Data

{'content': 'like a vessel, hollow'}