Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀάω
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
Ἄβαι
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακοειδής
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἀβάλας
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
Ἄβαντες
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
Ἀβαρβαρέη
ἀβαρβάριστος
View word page
ἀβάκχευτος
uninitiated in the Bacchic orgies
ShortDef
uninitiated in the Bacchic orgies
Debugging
Headword:
ἀβάκχευτος
Headword (normalized):
ἀβάκχευτος
Headword (normalized/stripped):
αβακχευτος
IDX:
32
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33
Key:
Data
{'content': 'uninitiated in the Bacchic orgies'}