Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιβουκόλος
ἐπιβούλευμα
ἐπιβούλευσις
ἐπιβουλευτής
ἐπιβουλευτικός
ἐπιβουλεύω
ἐπιβουλή
ἐπιβουλία
ἐπίβουλος
ἐπιβραδύνω
ἐπίβραδυς
ἐπιβραχεῖν
ἐπίβρεγμα
ἐπιβρεκτέον
ἐπιβρέμω
ἐπιβρέχω
ἐπιβριθής
ἐπιβρίθω
ἐπιβριμάομαι
ἐπιβρομέω
ἐπιβροντάω
View word page
ἐπίβραδυς
slow, hesitating

ShortDef

slow, hesitating

Debugging

Headword:
ἐπίβραδυς
Headword (normalized):
ἐπίβραδυς
Headword (normalized/stripped):
επιβραδυς
IDX:
32934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32935
Key:

Data

{'content': 'slow, hesitating'}