Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκτήμων
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
ἀκτινοβόλος
ἀκτινογραφία
ἀκτινοκράτωρ
ἄκτινος
ἀκτινοφόρος
ἀκτινοχαῖτις
ἀκτινώδης
ἀκτινωτός
Ἄκτιον
ἄκτιος
ἀκτίς
ἄκτιστον
ἀκτίτης
ἄκτιτος
View word page
ἄκτινος
of elder-wood

ShortDef

of elder-wood

Debugging

Headword:
ἄκτινος
Headword (normalized):
ἄκτινος
Headword (normalized/stripped):
ακτινος
IDX:
3289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3290
Key:

Data

{'content': 'of elder-wood'}