Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελίη
ἀγγελίης
ἀγγελικός
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
View word page
ἀγγειοτομία
section of a vein

ShortDef

section of a vein

Debugging

Headword:
ἀγγειοτομία
Headword (normalized):
ἀγγειοτομία
Headword (normalized/stripped):
αγγειοτομια
IDX:
328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-329
Key:

Data

{'content': 'section of a vein'}