Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιβιαστικός
ἐπιβιβάζω
ἐπιβιβάσκω
ἐπιβιβρώσκω
ἐπίβιος
ἐπιβιόω
ἐπιβλαβής
ἐπιβλάπτω
ἐπιβλαστάνω
ἐπιβλάστησις
ἐπιβλαστικός
ἐπιβλασφημέω
ἐπιβλεπτέον
ἐπιβλέπω
ἐπίβλεψις
ἐπιβλήδην
ἐπίβλημα
ἐπιβληματικός
ἐπιβλής
ἐπιβλητέον
ἐπιβλητικός
View word page
ἐπιβλαστικός
able to grow afresh

ShortDef

able to grow afresh

Debugging

Headword:
ἐπιβλαστικός
Headword (normalized):
ἐπιβλαστικός
Headword (normalized/stripped):
επιβλαστικος
IDX:
32893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32894
Key:

Data

{'content': 'able to grow afresh'}