Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιβήτωρ
ἐπιβιάζομαι
ἐπιβιαστικός
ἐπιβιβάζω
ἐπιβιβάσκω
ἐπιβιβρώσκω
ἐπίβιος
ἐπιβιόω
ἐπιβλαβής
ἐπιβλάπτω
ἐπιβλαστάνω
ἐπιβλάστησις
ἐπιβλαστικός
ἐπιβλασφημέω
ἐπιβλεπτέον
ἐπιβλέπω
ἐπίβλεψις
ἐπιβλήδην
ἐπίβλημα
ἐπιβληματικός
ἐπιβλής
View word page
ἐπιβλαστάνω
grow
ShortDef
grow
Debugging
Headword:
ἐπιβλαστάνω
Headword (normalized):
ἐπιβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
επιβλαστανω
IDX:
32891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32892
Key:
Data
{'content': 'grow'}