Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιβάτης
ἐπιβατικός
ἐπιβατόριος
ἐπιβατός
ἐπιβάφια
ἔπιβδα
ἐπίβδα
ἐπιβδάλλω
ἐπιβεβαιόω
ἐπιβεβαίωσις
ἐπιβελτίωσις
ἐπιβήσσω
ἐπιβήτης
ἐπιβήτωρ
ἐπιβιάζομαι
ἐπιβιαστικός
ἐπιβιβάζω
ἐπιβιβάσκω
ἐπιβιβρώσκω
ἐπίβιος
ἐπιβιόω
View word page
ἐπιβελτίωσις
amelioration
ShortDef
amelioration
Debugging
Headword:
ἐπιβελτίωσις
Headword (normalized):
ἐπιβελτίωσις
Headword (normalized/stripped):
επιβελτιωσις
IDX:
32878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32879
Key:
Data
{'content': 'amelioration'}