Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιβαρύνω
ἐπίβαρυς
ἐπιβασία
ἐπίβασις
ἐπιβάσκω
ἐπιβαστάζω
ἐπιβατέον
ἐπιβατεύω
ἐπιβατηγός
ἐπιβατήριος
ἐπιβάτης
ἐπιβατικός
ἐπιβατόριος
ἐπιβατός
ἐπιβάφια
ἔπιβδα
ἐπίβδα
ἐπιβδάλλω
ἐπιβεβαιόω
ἐπιβεβαίωσις
ἐπιβελτίωσις
View word page
ἐπιβάτης
one who mounts
ShortDef
one who mounts
Debugging
Headword:
ἐπιβάτης
Headword (normalized):
ἐπιβάτης
Headword (normalized/stripped):
επιβατης
IDX:
32868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32869
Key:
Data
{'content': 'one who mounts'}