Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
ἐπηρεαστικός
ἐπήρεια
ἐπηρεμέω
ἐπηρέμησις
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπήρης
ἐπήριστος
ἐπησυχάζω
ἐπήτεια
ἐπητής
ἑπητικός
ἐπήτριμος
ἐπητύς
View word page
ἐπηρέμησις
pause
ShortDef
pause
Debugging
Headword:
ἐπηρέμησις
Headword (normalized):
ἐπηρέμησις
Headword (normalized/stripped):
επηρεμησις
IDX:
32825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32826
Key:
Data
{'content': 'pause'}