Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
ἐπηρεαστικός
ἐπήρεια
ἐπηρεμέω
ἐπηρέμησις
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπήρης
ἐπήριστος
ἐπησυχάζω
ἐπήτεια
ἐπητής
View word page
ἐπηρεαστικός
insolent

ShortDef

insolent

Debugging

Headword:
ἐπηρεαστικός
Headword (normalized):
ἐπηρεαστικός
Headword (normalized/stripped):
επηρεαστικος
IDX:
32822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32823
Key:

Data

{'content': 'insolent'}