Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπημάτιος
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
ἐπηρεαστικός
ἐπήρεια
ἐπηρεμέω
ἐπηρέμησις
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπήρης
ἐπήριστος
ἐπησυχάζω
ἐπήτεια
View word page
ἐπηρεαστής
insolent person

ShortDef

insolent person

Debugging

Headword:
ἐπηρεαστής
Headword (normalized):
ἐπηρεαστής
Headword (normalized/stripped):
επηρεαστης
IDX:
32821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32822
Key:

Data

{'content': 'insolent person'}