Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
Ἀκτή
ἀκτῆ
ἀκτή
ἀκτή2
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
ἀκτινοβόλος
ἀκτινογραφία
ἀκτινοκράτωρ
ἄκτινος
ἀκτινοφόρος
ἀκτινοχαῖτις
View word page
ἄκτητος
not worth getting

ShortDef

not worth getting

Debugging

Headword:
ἄκτητος
Headword (normalized):
ἄκτητος
Headword (normalized/stripped):
ακτητος
IDX:
3281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3282
Key:

Data

{'content': 'not worth getting'}