Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπηλυσία
ἐπηλυσίη
ἐπήλυσις
ἐπημάτιος
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
ἐπηρεαστικός
ἐπήρεια
ἐπηρεμέω
ἐπηρέμησις
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπήρης
View word page
ἐπήρατος
lovely, charming
ShortDef
lovely, charming
Debugging
Headword:
ἐπήρατος
Headword (normalized):
ἐπήρατος
Headword (normalized/stripped):
επηρατος
IDX:
32818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32819
Key:
Data
{'content': 'lovely, charming'}