Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔπηλις
ἐπηλλαγμένως
ἐπηλυγάζω
ἐπηλύγαιος
ἐπῆλυξ
ἔπηλυς
ἐπηλυσία
ἐπηλυσίη
ἐπήλυσις
ἐπημάτιος
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
ἐπῃόνιος
ἐπήορος
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπηρεάζω
ἐπηρεασμός
ἐπηρεαστής
ἐπηρεαστικός
View word page
ἐπημοιβός
alternating, crossing

ShortDef

alternating, crossing

Debugging

Headword:
ἐπημοιβός
Headword (normalized):
ἐπημοιβός
Headword (normalized/stripped):
επημοιβος
IDX:
32812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32813
Key:

Data

{'content': 'alternating, crossing'}