Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
Ἀκτή
ἀκτῆ
ἀκτή
ἀκτή2
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
ἀκτινοβόλος
ἀκτινογραφία
ἀκτινοκράτωρ
ἄκτινος
ἀκτινοφόρος
View word page
ἀκτηρίς
staff

ShortDef

staff

Debugging

Headword:
ἀκτηρίς
Headword (normalized):
ἀκτηρίς
Headword (normalized/stripped):
ακτηρις
IDX:
3280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3281
Key:

Data

{'content': 'staff'}