Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπήβολος
ἐπηγκενίδες
ἐπηγορεύω
ἐπηγορέω
ἐπηγορία
ἐπηέριος
ἐπηετανός
ἐπήκοος
ἔπηλις
ἐπηλλαγμένως
ἐπηλυγάζω
ἐπηλύγαιος
ἐπῆλυξ
ἔπηλυς
ἐπηλυσία
ἐπηλυσίη
ἐπήλυσις
ἐπημάτιος
ἐπημοιβός
ἐπημύω
ἐπηνέμιος
View word page
ἐπηλυγάζω
to overshadow

ShortDef

to overshadow

Debugging

Headword:
ἐπηλυγάζω
Headword (normalized):
ἐπηλυγάζω
Headword (normalized/stripped):
επηλυγαζω
IDX:
32804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32805
Key:

Data

{'content': 'to overshadow'}