Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
Ἀκτή
ἀκτῆ
ἀκτή
ἀκτή2
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
ἀκτηρίς
ἄκτητος
ἀκτινείδωλον
ἀκτινηδόν
ἀκτινοβολέω
ἀκτινοβολία
ἀκτινοβόλος
ἀκτινογραφία
ἀκτινοκράτωρ
View word page
ἀκτημοσύνη
poverty
ShortDef
poverty
Debugging
Headword:
ἀκτημοσύνη
Headword (normalized):
ἀκτημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ακτημοσυνη
IDX:
3278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3279
Key:
Data
{'content': 'poverty'}