Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπέτοσσε
ἐπευάζω
ἐπευδοκέω
ἐπευθυμέω
ἐπευθύνω
ἐπευκλεΐζω
ἐπευκλείζω
ἐπευκτός
ἐπευλαβέομαι
ἐπευλογέω
ἐπευνάζω
ἐπευσχημονέω
ἐπευφημέω
ἐπευφημίζομαι
ἐπευφημισμός
ἐπευφραίνομαι
ἐπευφρατίδιος
ἐπευχάδιος
ἐπευχή
ἐπεύχιον
ἐπεύχομαι
View word page
ἐπευνάζω
sleep on

ShortDef

sleep on

Debugging

Headword:
ἐπευνάζω
Headword (normalized):
ἐπευνάζω
Headword (normalized/stripped):
επευναζω
IDX:
32777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32778
Key:

Data

{'content': 'sleep on'}