Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεσσυμένως
ἐπεσχάριος
ἐπεσχάρωσις
ἑπέτας
ἐπετειόκαρπος
ἐπετειόκαυλος
ἐπέτειος
ἐπετειοφορέω
ἐπετειοφόρος
ἐπετειόφυλλος
ἑπέτης
ἐπετήσιος
ἐπετινός
ἐπέτοσσε
ἐπευάζω
ἐπευδοκέω
ἐπευθυμέω
ἐπευθύνω
ἐπευκλεΐζω
ἐπευκλείζω
ἐπευκτός
View word page
ἑπέτης
follower, attendant

ShortDef

follower, attendant

Debugging

Headword:
ἑπέτης
Headword (normalized):
ἑπέτης
Headword (normalized/stripped):
επετης
IDX:
32764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32765
Key:

Data

{'content': 'follower, attendant'}