Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπερωτητής
ἐπές
ἐπεσβολέω
ἐπεσβολία
ἐπεσβολίη
ἐπεσβόλος
ἐπεσθίω
ἐπεσκεμμένως
ἐπεσκοτισμένως
ἐπεσσυμένως
ἐπεσχάριος
ἐπεσχάρωσις
ἑπέτας
ἐπετειόκαρπος
ἐπετειόκαυλος
ἐπέτειος
ἐπετειοφορέω
ἐπετειοφόρος
ἐπετειόφυλλος
View word page
ἐπεσκοτισμένως
obscurely

ShortDef

obscurely

Debugging

Headword:
ἐπεσκοτισμένως
Headword (normalized):
ἐπεσκοτισμένως
Headword (normalized/stripped):
επεσκοτισμενως
IDX:
32753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32754
Key:

Data

{'content': 'obscurely'}