Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπερωτάω
ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπερωτητής
ἐπές
ἐπεσβολέω
ἐπεσβολία
ἐπεσβολίη
ἐπεσβόλος
ἐπεσθίω
ἐπεσκεμμένως
ἐπεσκοτισμένως
ἐπεσσυμένως
ἐπεσχάριος
ἐπεσχάρωσις
ἑπέτας
ἐπετειόκαρπος
ἐπετειόκαυλος
ἐπέτειος
ἐπετειοφορέω
ἐπετειοφόρος
View word page
ἐπεσκεμμένως
carefully, circumspectly

ShortDef

carefully, circumspectly

Debugging

Headword:
ἐπεσκεμμένως
Headword (normalized):
ἐπεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
επεσκεμμενως
IDX:
32752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32753
Key:

Data

{'content': 'carefully, circumspectly'}