Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερεύγομαι
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
ἔπερος
ἐπερύω
ἐπέρχομαι
ἐπερωτάω
ἐπερώτημα
ἐπερώτησις
ἐπερωτητής
ἐπές
View word page
ἐπερεύγομαι
to be disgorged upon

ShortDef

to be disgorged upon

Debugging

Headword:
ἐπερεύγομαι
Headword (normalized):
ἐπερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
επερευγομαι
IDX:
32736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32737
Key:

Data

{'content': 'to be disgorged upon'}