Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερεύγομαι
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
ἔπερος
View word page
ἐπερεθίζω
to stimulate, urge on

ShortDef

to stimulate, urge on

Debugging

Headword:
ἐπερεθίζω
Headword (normalized):
ἐπερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
επερεθιζω
IDX:
32729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32730
Key:

Data

{'content': 'to stimulate, urge on'}