Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερεύγομαι
ἐπερέφω
ἐπέρομαι
View word page
ἔπεργος
assistant
ShortDef
assistant
Debugging
Headword:
ἔπεργος
Headword (normalized):
ἔπεργος
Headword (normalized/stripped):
επεργος
IDX:
32728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32729
Key:
Data
{'content': 'assistant'}