Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
ἐπερεύγομαι
View word page
ἐπεργάζομαι
to cultivate besides, encroach upon

ShortDef

to cultivate besides, encroach upon

Debugging

Headword:
ἐπεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐπεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επεργαζομαι
IDX:
32726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32727
Key:

Data

{'content': 'to cultivate besides, encroach upon'}