Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
ἐπεργασία
ἔπεργος
ἐπερεθίζω
ἐπερεθισμός
ἐπερείδω
ἐπέρεισις
ἐπέρεισμα
ἐπερεισμός
ἐπερειστικός
View word page
ἐπέραστος
lovely, amiable
ShortDef
lovely, amiable
Debugging
Headword:
ἐπέραστος
Headword (normalized):
ἐπέραστος
Headword (normalized/stripped):
επεραστος
IDX:
32725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32726
Key:
Data
{'content': 'lovely, amiable'}