Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
ἐπέραστος
ἐπεργάζομαι
View word page
ἐπεξηγηματικός
epexegetical

ShortDef

epexegetical

Debugging

Headword:
ἐπεξηγηματικός
Headword (normalized):
ἐπεξηγηματικός
Headword (normalized/stripped):
επεξηγηματικος
IDX:
32716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32717
Key:

Data

{'content': 'epexegetical'}