Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
ἐπεξορκίζω
ἐπεξορύσσω
ἐπέοικα
View word page
ἐπεξευρίσκω
to invent besides

ShortDef

to invent besides

Debugging

Headword:
ἐπεξευρίσκω
Headword (normalized):
ἐπεξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
επεξευρισκω
IDX:
32714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32715
Key:

Data

{'content': 'to invent besides'}