Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
ἐπεξοιωνίζομαι
View word page
ἐπεξέρχομαι
to go out against, make a sally against

ShortDef

to go out against, make a sally against

Debugging

Headword:
ἐπεξέρχομαι
Headword (normalized):
ἐπεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
επεξερχομαι
IDX:
32711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32712
Key:

Data

{'content': 'to go out against, make a sally against'}