Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
ἐπεξόδιος
ἐπέξοδος
View word page
ἐπεξέρπω
creep out into
ShortDef
creep out into
Debugging
Headword:
ἐπεξέρπω
Headword (normalized):
ἐπεξέρπω
Headword (normalized/stripped):
επεξερπω
IDX:
32710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32711
Key:
Data
{'content': 'creep out into'}