Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
ἐπεξιακχάζω
View word page
ἐπεξεργασία
investigation
ShortDef
investigation
Debugging
Headword:
ἐπεξεργασία
Headword (normalized):
ἐπεξεργασία
Headword (normalized/stripped):
επεξεργασια
IDX:
32708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32709
Key:
Data
{'content': 'investigation'}