Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξαπατάω
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
ἐπεξηγηματικός
ἐπεξήγησις
View word page
ἐπεξεργάζομαι
to effect besides

ShortDef

to effect besides

Debugging

Headword:
ἐπεξεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐπεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επεξεργαζομαι
IDX:
32707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32708
Key:

Data

{'content': 'to effect besides'}