Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεξαμαρτητέον
ἐπεξανίστημι
ἐπεξαπατάω
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
ἐπεξευρίσκω
ἐπεξηγέομαι
View word page
ἐπεξελευστικός
avenging
ShortDef
avenging
Debugging
Headword:
ἐπεξελευστικός
Headword (normalized):
ἐπεξελευστικός
Headword (normalized/stripped):
επεξελευστικος
IDX:
32705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32706
Key:
Data
{'content': 'avenging'}