Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπεξαμαρτητέον
ἐπεξανίστημι
ἐπεξαπατάω
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
ἐπεξέρχομαι
ἐπεξετάζω
ἐπεξέτασις
View word page
ἐπεξέλεγχος
additional examination

ShortDef

additional examination

Debugging

Headword:
ἐπεξέλεγχος
Headword (normalized):
ἐπεξέλεγχος
Headword (normalized/stripped):
επεξελεγχος
IDX:
32703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32704
Key:

Data

{'content': 'additional examination'}