Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεντρώματα
ἐπεντύω
ἐπεξάγω
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπεξαμαρτητέον
ἐπεξανίστημι
ἐπεξαπατάω
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
ἐπεξέρπω
View word page
ἐπεξαρτίζω
equip, furnish

ShortDef

equip, furnish

Debugging

Headword:
ἐπεξαρτίζω
Headword (normalized):
ἐπεξαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
επεξαρτιζω
IDX:
32700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32701
Key:

Data

{'content': 'equip, furnish'}