Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεντρώγω
ἐπεντρώματα
ἐπεντύω
ἐπεξάγω
ἐπεξαγωγή
ἐπεξαμαρτάνω
ἐπεξαμαρτητέον
ἐπεξανίστημι
ἐπεξαπατάω
ἐπεξάπτω
ἐπεξαρκέω
ἐπεξαρτίζω
ἐπέξειμι
ἐπεξελαύνω
ἐπεξέλεγχος
ἐπεξέλευσις
ἐπεξελευστικός
ἐπεξέλκω
ἐπεξεργάζομαι
ἐπεξεργασία
ἐπεξεργαστικός
View word page
ἐπεξαρκέω
supply in full

ShortDef

supply in full

Debugging

Headword:
ἐπεξαρκέω
Headword (normalized):
ἐπεξαρκέω
Headword (normalized/stripped):
επεξαρκεω
IDX:
32699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32700
Key:

Data

{'content': 'supply in full'}