Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
ἀκταῖος
Ἀκταίων
ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
Ἀκτή
ἀκτῆ
ἀκτή
ἀκτή2
ἀκτημοσύνη
ἀκτήμων
View word page
ἀκτένιστος
uncombed, unkempt

ShortDef

uncombed, unkempt

Debugging

Headword:
ἀκτένιστος
Headword (normalized):
ἀκτένιστος
Headword (normalized/stripped):
ακτενιστος
IDX:
3269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3270
Key:

Data

{'content': 'uncombed, unkempt'}