Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
ἐπενδύτης
ἐπένεγξις
ἐπένερθε
ἐπενέχυρον
ἐπενήνεον
ἐπενήνοθε
ἐπενθάπτω
ἐπένθεσις
ἐπενθετικός
ἐπενθρῴσκω
ἐπενθυμέομαι
ἐπενθύμημα
ἐπενθύμησις
ἐπενίημι
ἐπέννατος
ἐπεννεακαιδέκατος
ἐπεννέπω
ἐπεννοέω
ἐπένποι
View word page
ἐπενθετικός
inserted
ShortDef
inserted
Debugging
Headword:
ἐπενθετικός
Headword (normalized):
ἐπενθετικός
Headword (normalized/stripped):
επενθετικος
IDX:
32669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32670
Key:
Data
{'content': 'inserted'}