Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεμφέρω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπενδικάζω
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
ἐπενδύτης
ἐπένεγξις
ἐπένερθε
ἐπενέχυρον
ἐπενήνεον
ἐπενήνοθε
ἐπενθάπτω
ἐπένθεσις
ἐπενθετικός
ἐπενθρῴσκω
ἐπενθυμέομαι
ἐπενθύμημα
ἐπενθύμησις
View word page
ἐπένερθε
below

ShortDef

below

Debugging

Headword:
ἐπένερθε
Headword (normalized):
ἐπένερθε
Headword (normalized/stripped):
επενερθε
IDX:
32663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32664
Key:

Data

{'content': 'below'}