Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
ἀκταῖος
Ἀκταίων
ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
Ἀκτή
ἀκτῆ
View word page
Ἀκταίων
Actaeon
ShortDef
Actaeon
Debugging
Headword:
Ἀκταίων
Headword (normalized):
ἀκταίων
Headword (normalized/stripped):
ακταιων
IDX:
3265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3266
Key:
Data
{'content': 'Actaeon'}