Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
ἐπέμμηνος
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεμφέρω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπενδικάζω
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
ἐπενδύτης
View word page
ἐπεμβριμάομαι
to be indignant, rage against
ShortDef
to be indignant, rage against
Debugging
Headword:
ἐπεμβριμάομαι
Headword (normalized):
ἐπεμβριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
επεμβριμαομαι
IDX:
32651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32652
Key:
Data
{'content': 'to be indignant, rage against'}