Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπέμβασις
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
ἐπέμμηνος
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεμφέρω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπενδικάζω
ἐπένδυμα
ἐπενδύνω
View word page
ἐπεμβρίθω
bear heavily on

ShortDef

bear heavily on

Debugging

Headword:
ἐπεμβρίθω
Headword (normalized):
ἐπεμβρίθω
Headword (normalized/stripped):
επεμβριθω
IDX:
32650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32651
Key:

Data

{'content': 'bear heavily on'}