Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεμβάλλω
ἐπέμβασις
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
ἐπέμμηνος
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεμφέρω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
ἐπενδικάζω
ἐπένδυμα
View word page
ἐπεμβόλιμος
intrusive

ShortDef

intrusive

Debugging

Headword:
ἐπεμβόλιμος
Headword (normalized):
ἐπεμβόλιμος
Headword (normalized/stripped):
επεμβολιμος
IDX:
32649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32650
Key:

Data

{'content': 'intrusive'}