Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεμβαδόν
ἐπεμβαίνω
ἐπεμβάλλω
ἐπέμβασις
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
ἐπέμμηνος
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
ἐπεμφέρω
ἐπεναρίζω
ἐπενδίδωμι
View word page
ἐπεμβολάς
grafted
ShortDef
grafted
Debugging
Headword:
ἐπεμβολάς
Headword (normalized):
ἐπεμβολάς
Headword (normalized/stripped):
επεμβολας
IDX:
32647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32648
Key:
Data
{'content': 'grafted'}