Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπελλύχνιον
ἐπελπίζω
ἐπέλπομαι
ἐπεμβαδόν
ἐπεμβαίνω
ἐπεμβάλλω
ἐπέμβασις
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
ἐπέμμηνος
ἐπεμπηδάω
ἐπεμπίπτω
View word page
ἐπέμβλημα
the upper
ShortDef
the upper
Debugging
Headword:
ἐπέμβλημα
Headword (normalized):
ἐπέμβλημα
Headword (normalized/stripped):
επεμβλημα
IDX:
32644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32645
Key:
Data
{'content': 'the upper'}