Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπελεύθω
ἐπέλευσις
ἐπελευστικός
ἐπελλύχνιον
ἐπελπίζω
ἐπέλπομαι
ἐπεμβαδόν
ἐπεμβαίνω
ἐπεμβάλλω
ἐπέμβασις
ἐπεμβάτης
ἐπεμβαφίζω
ἐπεμβλέπω
ἐπέμβλημα
ἐπεμβλητέον
ἐπεμβοάω
ἐπεμβολάς
ἐπεμβολή
ἐπεμβόλιμος
ἐπεμβρίθω
ἐπεμβριμάομαι
View word page
ἐπεμβάτης
one mounted
ShortDef
one mounted
Debugging
Headword:
ἐπεμβάτης
Headword (normalized):
ἐπεμβάτης
Headword (normalized/stripped):
επεμβατης
IDX:
32641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32642
Key:
Data
{'content': 'one mounted'}