Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
ἀκταῖος
Ἀκταίων
ἀκτέα
ἀκτέανος
ἀκτέϊνος
ἀκτένιστος
ἀκτέον
ἀκτέος
ἀκτερέϊστος
ἀκτέριστος
View word page
Ἀκταῖος
Actaeus
ShortDef
Actaeus
on the coast
Debugging
Headword:
Ἀκταῖος
Headword (normalized):
ἀκταῖος
Headword (normalized/stripped):
ακταιος
IDX:
3263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3264
Key:
Data
{'content': 'Actaeus'}